(τέκνων Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀρφάνευμ' — ὀρφάνευμα , ὀρφάνευμα orphan state neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφάνεμα — και αρφάνεμα, το (Α ὀρφάνευμα) [ορφανεύω] η κατάσταση τού ορφανού, ορφάνια … Dictionary of Greek